κανονιοστάσιο

κανονιοστάσιο
κανονιοστάσιο, το και κανονιοστάσι, το
πυροβολείο: Το κανονιοστάσιο ήταν μακριά από τις πρώτες γραμμές μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κανονιοστάσιο — το το πυροβολείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. κανονιοστάσιο αντί τού αναμενομένου κανονοστάσιο (βλ. λ. κανονιοβολώ) κανόνι(Ι) + στάσιο (< ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. ἔ στα μεν, στατός, + κατάλ. σιο), πρβλ. εικονο στάσιο, εργο στάσιο] …   Dictionary of Greek

  • -στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… …   Dictionary of Greek

  • Προκοπάνιστος — Nησί στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Στην πολιορκία της πόλης διατηρούσε φρουρά και κανονιοστάσιο. Έπεσε λίγες μέρες πριν από την πόλη …   Dictionary of Greek

  • πυροβολείο — το οχύρωμα ή διαμέρισμα πλοίου από όπου βάλλουν τα πυροβόλα, αλλ. κανονιοστάσιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”